- στεγνωτήρι(ο)
- το, Ν1. συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται στέγνωμα2. τμήμα εργοστασίου ή εργαστήριο για το στέγνωμα νημάτων, υφασμάτων ή ενδυμάτων3. ξύλινη σχάρα ή ύφασμα για την ξήρανση τών σταφυλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνωτήρας. Η λ., στον πληθ. στεγνωτήρια, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.